Μόλις τα πρώτα κρύα κάνουν την εμφάνισή τους, η πόλη μυρίζει ψημένα κάστανα. Πλέον δεν τους βλέπεις παντού όπως παλιά, αλλά αν πετύχεις έναν καστανά στη Θεσσαλονίκη, στο κέντρο της Αθήνας ή στην Ερμού, η μυρωδιά σε τυλίγει αμέσως. Σαν να σου λέει: “Έλα, όλα καλά, ήρθε χειμώνας”. Και μέσα στη φασαρία, με τα βήματα και τα αυτοκίνητα γύρω σου, νιώθεις ξαφνικά μια ηρεμία.

Παλιά οι καστανάδες ήταν παντού. Στις γωνιές, στις πλατείες, στις μικρές φουφούδες που κάπνιζαν μέσα στο κρύο. Έμεναν εκεί όλο τον χειμώνα, πουλώντας τα ζεστά τους κάστανα, βοηθώντας έτσι τις οικογένειές τους στα χωριά. Όταν τελείωνε η σεζόν, μάζευαν τα πράγματα και έφευγαν. Από τον 19ο αιώνα κιόλας ήταν μια εικόνα που επαναλαμβανόταν κάθε χρόνο, σαν μια μικρή, ζεστή παράδοση.

Κι έχει κάτι μαγικό όλο αυτό. Τα κάστανα σκάνε πάνω στη φωτιά, η ψηστιέρα καπνίζει και τα χωνάκια ζεσταίνουν τα χέρια σου. Ο καπνός ανεβαίνει σαν σύννεφο, τα φώτα των μαγαζιών αντανακλώνται στο καροτσάκι και μέσα στο γκρι του χειμώνα υπάρχει μια μικρή γωνίτσα ζεστασιάς. Ακούς αυτό το “τσικ τσικ” των κάστανων, μυρίζεις τον καπνό, βλέπεις το χαμόγελο του καστανά και για λίγο η πόλη μοιάζει να σταματάει.
Κάθε χειμώνα, αυτοί οι άνθρωποι φέρνουν λίγη νοσταλγία στον αέρα. Και όσο τους βλέπεις εκεί, με τη φωτιά, τα χωνάκια και τα χαμόγελά τους, νιώθεις ότι υπάρχει πάντα ένα κομμάτι Ελλάδας που δεν αλλάζει. Επιμένει κόντρα στους καιρούς να θυμίζει ότι οι μικρές χαρές είναι ακόμα εδώ…
